- κρεμάστρας
- κρεμάστρᾱς , κρεμάστραstalk by which a flower hangsfem acc plκρεμάστρᾱς , κρεμάστραstalk by which a flower hangsfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καλόγερος — I Ονομασία δύο νησίδων οτυ Αιγαίου πελάγους. 1. Ακατοίκητη νησίδα των κεντρικών Κυκλάδων. Βρίσκεται στο στενό Φολεγάνδρου Σικίνου, κοντά στη νοτιοδυτική ακτή της Σικίνου. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Σικίνου του νομού Κυκλάδων. 2.… … Dictionary of Greek
κρεμάστρα — η (AM κρεμάστρα) νεοελλ. έπιπλο ή σκεύος που χρησιμεύει για κρέμασμα τών ρούχων μσν. 1. κρεμάλα 2. προεξοχή στον εξωτερικό τοίχο σπιτιού αρχ. 1. κρεμάθρα* 2. ο μίσχος απ όπου κρέμεται το άνθος («τὰ δὲ ἄνθη πέφυκεν ἀπὸ μιᾱς κρεμάστρας», Θεόφρ.).… … Dictionary of Greek
καλόγερος — καλόγερος, ο και καλόγερας, ο 1. μοναχός: Δεν έχουν πολλούς καλόγερους τα μοναστήρια σήμερα. 2. άγαμος, εργένης: Zει σαν καλόγερος. 3. φλεγμονώδες εξάνθημα: Έβγαλε έναν καλόγερο στο σβέρκο. 4. είδος κρεμάστρας: Αγόρασα έναν καλόγερο για τα ρούχα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)